- χασισοποτείο
- τοτο μέρος όπου καπνίζουν χασίσι και μεθάνε, χασικλίδικο: Είχαν μεταβάλει το διαμέρισμά τους σε χασισοποτείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασισοποτείο — το, Ν τόπος όπου καπνίζουν χασίς, χασικλήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. χασισοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χασικλήδικος — η, ο, Ν [χασικλής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο χασισοποτείο, τεκές. επίρρ... Χασικλήδικα σαν τον χασικλή … Dictionary of Greek
χασικλίδικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χασικλή. 2. το ουδ. ως ουσ., χασικλίδικο χασισοποτείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)